μεσιδίῳ

μεσιδίῳ
μεσίδιον
object deposited
neut dat sg
μεσίδιος
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσιδιώ — μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, όω (Α) [μεσίδιος] καταθέτω μεσεγγύημα …   Dictionary of Greek

  • μεσειδιώ — μεσειδιῶ, όω (Α) βλ. μεσιδιώ …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”